- σουβλερός
- σουβλερός, -ή, -ό και σουγλερός, -ή, -όαιχμηρός, μυτερός: Τα παπούτσια της έχουν σουβλερά τακούνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουβλερός — και σουγλερός, ή, ό, Ν αιχμηρός, μυτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. ερός (πρβλ. μυτ ερός)] … Dictionary of Greek
φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… … Dictionary of Greek
αιχμηρός — ή, ό 1. μυτερός, οξύς, σουβλερός 2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή. ΠΑΡ. αιχμηρότητα] … Dictionary of Greek
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek
εύκεντρος — εὔκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει καλό κέντρον, αιχμηρός, οξύς, σουβλερός («εὔκεντρον βέλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος, οπισθό κεντρος] … Dictionary of Greek
μυτερός — ή, ό [μύτη] αυτός που απολήγει σε οξύ άκρο, σε αιχμή, αιχμηρός, σουβλερός … Dictionary of Greek
οξυτενής — ὀξυτενής, ές (Α) μυτερός, σουβλερός, με οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ τενής] … Dictionary of Greek
οξύληκτος — η, ο αυτός που απολήγει σε οξύ, αιχμηρό άκρο, σουβλερός («οξύληκτο ρύγχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ληκτος (< λήγω)] … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
σκολοποειδής — ές, Α όμοιος με σκόλοπα, αιχμηρός, οξύληκτος, σουβλερός («σκολοποειδὴς ἄκανθα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος» + ειδής*] … Dictionary of Greek